ὁλοσχέρεια

ὁλοσχέρεια
ὁλοσχέρ-εια, ,
A general survey or estimate, Str.2.1.24, Corn.ND 20 ; καθ' ὁλοσχέρειαν in general terms,

διαλέγεσθαι Phld.Rh.1.251

S. ; κατὰ ὁλοσχέρειαν, opp. κατὰ μέρη, S.E.M.10.53.
2 lumpiness, solidity, Ruf. ap. Orib.8.24.34.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ολοσχέρεια — ὁλοσχέρεια, ἡ (Α) [ολοσχερής] 1. γενική εποπτεία, επισκόπηση ή γενικός, κεφαλαιώδης υπολογισμός 2. στερεότητα 3. φρ. «καθ ὁλοσχέρειαν» α) σε γενικές γραμμές β) στο σύνολο, συνολικώς, όχι κατά μέρη …   Dictionary of Greek

  • ὁλοσχέρεια — general survey fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλοσχέρειαν — ὁλοσχέρεια general survey fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”